- ονειροκριτικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀνειροκριτικός, -ή, -όν) [ονειροκρίτης]1. αυτός που αναφέρεται στην ονειροκρισία2. αυτός που είναι ικανός στην ερμηνεία τών ονείρων («ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικού», Πλούτ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνειροκριτικήη τέχνη τής πρόγνωσης τού μέλλοντος με την ερμηνεία τών ονείρωνμσν.-αρχ.1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ όνειροκριτικόν και τὰ ὀνειροκριτικάβιβλία τα οποία περιλαμβάνουν ερμηνείες ονείρων.επίρρ...ονειροκριτικώς και -ά (ΑΜ ὀνειροκριτικώς)με τρόπο κατάλληλο για την ερμηνεία ονείρων και την πρόβλεψη τού μέλοντος από αυτά.
Dictionary of Greek. 2013.